συγκεχυμένος

συγκεχυμένος
-η, -ο
επίρρ. ασαφής, μπερδεμένος: Συγκεχυμένες απόψεις. – Συγκεχυμένη ατμόσφαιρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκεχυμένος — συγχέω pour together perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχέω — συγκεχυμένος, μπερδεύω: Συγχέει αυτά τα δύο ονόματα. – Η κατάσταση είναι ακόμη συγκεχυμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρόθος — ὁ, Α 1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος τού κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.) 2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.) 3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος»,… …   Dictionary of Greek

  • συγχέομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.), συγκεχυμένος Σημειώσεις: συγχέομαι : η μτχ. συγκεχυμένος απαντάται ως επίθετο (→ ακαθόριστος, ασαφής, μπερδεμένος, π.χ. συγκεχυμένη κατάσταση) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • обли˫атисѧ — (5*), ОБЛѢ|ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Облиться чемл.: и совлокутьсѧ и будуть нази. и ѡблѣютсѧ квасомъ ѹсни˫аны(мь). ЛЛ 1377, 3 об.; и т(о)го сѧ добьють. егда влѣзуть ли живи. и ѡблѣютсѧ водою студеною. Там же; ♦ обли˫атисѧ сльзами – сильно заплакать: и вьсь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άθροος — ἄθροος, ον (Α) αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θρόος ή θροῦς (= οχλαγωγία, συγκεχυμένος θόρυβος)] …   Dictionary of Greek

  • άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος …   Dictionary of Greek

  • αδιάληπτος — ἀδιάληπτος, ον (Α) 1. (για λόγους) δυσδιάκριτος, συγκεχυμένος, ασαφής 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε ταραχή, σε σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλαμβάνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαληπτεύω, ἀδιαληψία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”